Τον τελευταίο καιρό, έχω προσέξει ότι μια σωρεία γεγονότων έχει κάνει τους ανθρώπους να μιλούν, να ανησυχούν και να συναρπάζονται με τη νοσταλγία - πολύ πιθανό βέβαια απλά να ευθύνεται το επικείμενο γήρας μου και να το νιώθω αυτό. Βέβαια, να σημειώσω κάπου εδώ, ότι η νοσταλγία, στον κόσμο της μουσικής, τείνει να σημαίνει κατά 30% πραγματική νοσταλγία και το υπόλοιπο 70% απλώς το να πιστεύεις ότι κάτι που συνέβη πριν καιρό ήταν πολύ γαμάτο. Η γενική ιδέα ωστόσο συνεχίζει να υπάρχει στον αέρα - ή τουλάχιστον στον δικό μου αέρα.
Ένας σημαντικός λόγος για αυτή την “εκτόξευση” είναι η έκρηξη της αυθεντικής μουσικής νοσταλγίας, ή ίσως η new nostalgia όπως τη διάβασα κάπου (= η νοσταλγία για διαφορετικά πράγματα από αυτά που νοσταλγούσαμε ακριβώς πριν από ένα λεπτό). Για να μην αναφέρω και το πόοοοσο καιρό περνάμε νοσταλγώντας AYTA ακριβώς τα πράγματα που είναι απλώς τα καθημερινά που γουστάρουμε εκείνη τη στιγμή. Ουφ! Η νοσταλγία είναι περίπλοκη. Μην ξεχνάμε επίσης ότι βρισκόμαστε περίπου στα μέσα μιας δεκαετίας και ο κάθε άνθρωπος έχει εκπαιδευτεί στο να φαντάζεται την ιστορία της μόδας σε κουτάκια δεκαετιών. Συν του ότι υπάρχει και η θεωρία σύμφωνα με την οποία οι τάσεις επαναλαμβάνονται κάθε 20 χρόνια, έναν ισχυρισμό που εννοείται μπορείς να υποστηρίξεις αν επιλέξεις τα σωστά παραδείγματα. Σύμφωνα λοιπόν με το χρονοδιάγραμμα, οι τελευταίες δεκαετίες καλωσορίζουν τα '90s και τα ‘00s.
Και, φυσικά, υπάρχει και το βιβλίο του Simon Reynolds, το "Retromania" το οποίο ναι μεν κλείνει τα 14 φέτος αλλά ακόμα πέφτω πάνω σε μουσικά blogs να το μορμυρίζουν. Αυτό το βιβλίο χαριεντίζεται με τη μεγάλη ιδέα του πώς αντιμετωπίζουμε το παρελθόν όσων αφορά την pop κουλτούρα. Tους πολλούς τρόπους με τους οποίους αναβιώνουμε το παρελθόν, το επιτελούμε, το συντηρούμε, το ξεψαχνίζουμε για να του πάρουμε όοοοο,τι μπορούμε από αυτό, το σκανάρουμε με ανιχνευτές μετάλλων και εν τέλει βυθιζόμαστε μέσα του. Αυτό το βιβλίο γενικά νομίζω έχει βάλει πολλές ιδέες στο μυαλό των ανθρώπων. Σε εμένα πάντως, αυτό που κατάφερε, είναι να εμφανίσει μια ονειροπόληση για ένα μέλλον στο οποίο όλοι ενηλικιωνόμαστε μέσω μιας τελετουργίας. Εκείνης στην οποία επιλέγουμε έναν προστάτη – Expecto Patronum – με τρόπο ώστε να έχουμε έναν φίλο ταγμένο στο πνεύμα του punk, έναν άλλο στο mod, τον παράλλο στο swing κ.ο.κ.
Αυτό που θέλω να πω είναι ότι το βλέπω να συζητείται πολύ πάλι τελευταία. Και η αλήθεια είναι ότι βρίσκω πολύ αστείο το να παρακολουθείς ανθρώπους να αποφασίζουν συνειδητά ποια νοσταλγική ηχώ νιώθουν ότι θέλουν να αγκαλιάσουν. Όπως κάθε τάση, όπως οτιδήποτε, οποιοσδήποτε θα μπορούσε να αποκαλέσει μόδα, δημιουργεί υποψίες.
Όσοι από εμάς μιλάμε δημόσια για τη μουσική, έχουμε τη συνήθεια να περπατάμε στις μύτες, να προσεγγίζουμε το θέμα σα να πλησιάζουμε τη μέγγενη ή μια από τις 7 θανάσιμες αμαρτίες. Είναι όλα μια χαρά όταν ενθουσιάζεσαι με ένα rock συγκρότημα που ακούγεται σαν το 1992, αλλά δε θες να ξεφύγεις και να ανακαλύψεις τον εαυτό σου στον πάτο έξι μήνες αργότερα όπου θα τριγυρνάς σε επανεκδόσεις και θα αναρωτιέσαι τι στο διάολο συνέβη. Άλλωστε ποιος θέλει να καβαλήσει μια τάση που τρέχει σαν το διάολο για να καταλήξει να ξερνάει έναν τόνο απερισκεψία; Πρέπει να είμαστε παρατηρητικοί, σωστά;
Προσωπικά, έχω βιώσει ένα πολύ διαφορετικό είδος νοσταλγίας: Μου λείπει η ικανότητά που είχα να τα παθαίνω όλα ρε αδερφέ. Προσπαθώ - ειλικρινά προσπαθώ - να καλλιεργήσω ξανά αυτόν τον συντριπτικό ενθουσιασμό που είχα για πραγματικά κακές ή ανούσιες ιδέες.
Και σε αυτό το πνεύμα, θέλω να καταγράψω κάτι για το οποίο συχνά κοπανιέμαι και αφορά την pop: η ποιότητά της δεν είναι όσο σημαντική την κάνουμε να ακούγεται. Έχω γνωρίσει πολύ κόσμο που ισχυρίζεται ότι όλα τα στυλ, οι τάσεις, τα γούστα, τα είδη και τα υποείδη της μουσικής είναι ακριβώς όπως ένα εμπορικό κέντρο - μια μεγάλη καταναλωτική σχέση που προσφέρει όλο και περισσότερες επιλογές με όλο και λιγότερη ουσία. Υπάρχει όμως και αυτό που κάθε καλός διαφημιστής θα σας πει σχετικά με τις αγορές: Οι επιλογές που κάνουμε δε γίνονται για να αποκτήσουμε το καλύτερο προϊόν, αλλά για να καλύψουμε κάποιο είδος ψυχικής ανάγκης. Και το καταφέρνουμε αυτό με το αντικείμενο εκείνο που μας κάνει να αισθανόμαστε πιο έξυπνοι, πιο θηλυκοί, πιο υπεύθυνοι. Αυτό λοιπόν που πάντα εκτιμούσα στη μουσική είναι ο τρόπος που ξεφορτώνεται αυτό το ανόητο προϊόν και πηγαίνει κατευθείαν στην ίδια την ανάγκη. Είναι ειλικρινής!
Ίσως δεν το βλέπετε έτσι. Ίσως είμαι απλά ένα ψευτρόνι, ένα ποζέρι. Αλλά πραγματικά… όταν αναπολώ τη μουσική που έχω αγαπήσει περισσότερο στη ζωή μου, διαπιστώνω ότι τα μεγαλύτερα κομμάτια αυτής της αγάπης μπορούν να εξηγηθούν από τις φιλοδοξίες που είχα – μικρές ανάγκες που πραγματικά δεν ενδιαφέρονταν καθόλου για το ποιος μουσικός έπαιζε καλύτερα, ποιος τραγουδούσε καλύτερα, ποιος έγραφε τα πιο ευρηματικά κομμάτια. Κάποιες από τις ανάγκες ήταν χαζές, άλλες κοσμικές, κάποιες ιδεαλιστικές, κάποιες ύποπτα παρόμοιες με την ανάγκη του να νιώθεις cool.
Aρχικά, χρειαζόμουν - όπως όλοι οι άνθρωποι - να αποφασίσω τι είδους άτομο ήθελα να γίνω, και η μουσική ως γνωστόν είναι ένας πολύ αποτελεσματικός τρόπος για να το καταλάβεις αυτό - μέθοδος trial & error. Έπειτα, ήθελα να μπω σε χώρους που έβρισκα ελκυστικούς. Ήθελα να καταλάβω ανθρώπους που έβρισκα ενδιαφέροντες. Υπήρχαν χαρακτηριστικά που μου έλειπαν και ζήλεψα από άλλους, οπότε προσπάθησα να τα κυνηγήσω από τη μουσική. Υπήρχαν χαρακτηριστικά που είχα και οι άλλοι δεν εκτιμούσαν οπότε αναζητούσα μουσική που με παρηγορούσε λέγοντάς μου ότι αυτά τα στοιχεία μου ήταν υπέροχα. Ομολογώ: Όλα γυρνούσαν γύρω από εμένα και αυτά που ήθελα! Τόσο μεγάλο μέρος της υπέροχης μουσικής που αγαπώ εντοπίζεται πίσω από κάποιο είδος προσποίησης από πλευράς μου και σε κάτι που ήθελα να καταφέρω στον εαυτό μου. Έτσι, χρησιμοποίησα τη μουσική ως εργαλείο.
Είναι πολύ αφηρημένο; Μπορούμε να δοκιμάσουμε κάτι πιο συγκεκριμένο, πιο ντροπιαστικό. Σε ένα από τα ΠΟΛΛΑ μουσικά στάδια της παιδικής μου ηλικίας, μου άρεσε η pop rap (Kid 'n Play, Τιγρέ Σποράκια και δε συμμαζεύεται). Φυσικά μου άρεσε κυρίως για τη ΦΑΣΗ της. Ξέρετε… Αυτός ο σουλουπωμένος χώρος της showbiz που δημιουργούνταν στην οποία η hip-hop στριμώχνονταν μαζί με την μεσαίας τάξης ευθυμία. Είχα πολλά σαλβάρια, τιτανοτεράστια T-shirts και θα έλεγες ότι δε διέφερα σε τίποτα από ένα σακί με πατάτες. Στις αρχές της εφηβείας μου λάτρευα τις emo μπάντες γιατί γνώριζα καλά ότι λατρεύονταν από ανθρώπους που ήταν κατά ένα μοναδικό τρόπο cool. Είχα και φορούσα τρίπατα άσπρα μποτίνια με τεράστιες σόλες τα οποία έμοιαζαν με αυθαίρετα στη Λούτσα - καμιά φορά μπερδεύουμε τις φιλοδοξίες μας και εμείς οι δύστυχοι! Αγόρασα και άκουγα CDs των Cramps, όχι επειδή με καλούσε κάτι προσωπικά στους ίδιους τους Cramps, αλλά επειδή ΔΥΟ, όχι ένας, διαφορετικοί skaters/ωραίοι τύποι στο σχολείο μου φορούσαν συνεχώς αυτό το φανταχτερό κίτρινο μπλουζάκι της μπάντας με το όνομα του άλμπουμ "Bad Music for Bad People". Ήθελα πολύ να μάθω τι στο διάολο υπήρχε εκεί μέσα που επέτρεπε σε ένα άτομο να κάνει πράγματα που εγώ δεν έκανα και φοβόμουν να κάνω, όπως το να συλλαμβάνεσαι, να είσαι ψύχραιμος, να καπνίζεις χόρτο ή να φοράς φανταχτερά μπλουζάκια με κακομούτσουνα κεφάλια πάνω. Ανάγκασα τον εαυτό μου να μου αρέσουν οι Cramps επειδή ήθελα να γίνω το είδος του ανθρώπου που του άρεσαν οι Cramps. Kαι αυτό δεν ήταν μόνο το γυμνάσιο. Το έκανα πολύ. Άκουγα ουρλιαχτά και θορύβους – όπως θα αποκαλούσε η μάνα μου αυτού του είδους τη μουσική - γιατί η ίδια δεν ούρλιαζα και δεν έκανα τον οποιοδήποτε θόρυβο. Άκουσα την πιο όμορφη, την πιο ό,τι να ναι μουσική που μπορούσα να βρω, γιατί βεβαιώθηκα ότι υπήρχε αξία σε αυτό. Τις πρώτες δύο φορές που άκουσα Tortoise, αποκοιμήθηκα, αλλά χώθηκα βαθιά στο post-rock - πολύ βαθιά - γιατί υπήρχε κάτι στη διάθεσή του. Μια κουμπωμένη “τεχνητή” ατμόσφαιρα στην οποία ήθελα να ζήσω μέσα. Πριν λίγα χρόνια πέρασα μία εμμονή με την pop επειδή ένα τόσο μεγάλο μέρος της έχει το ίδιο επίπεδο του επιθετικού εγωισμού και προνομίου που παρατηρώ σε ορισμένα άτομα - συνήθως μικρότερα από εμένα - και ήμουν πολύ απασχολημένη με το να εκπλήσσομαι και να ζηλεύω αυτό το χαρακτηριστικό για να με τρομάζει. Τους τελευταίους μήνες το ξαναγύρισα στη garage-rock γιατί απλά αυτό πιστεύω ότι κάνουν οι 30άρηδες.
Αν όλα αυτά ακούγονται εντελώς πεζά, ίσως θα έπρεπε. Η άποψή μου είναι ότι κάθε ένα από αυτά τα πράγματα βασίστηκε σε ένα τυφλό, χαρωπό άλμα προς κάποιου είδους θεωρητικής μόδας. Κάτι που πίστευα ότι θα μπορούσε να με οδηγήσει κάπου και συχνά στην παρέα κάποιου.
Ένα μεγάλο μέρος αυτού περιλάμβανε το να ακούω μουσική σα βρικόλακας. Να ακούω γιατί ήθελα να ρουφήξω κάτι από τη μουσική για τους δικούς μου σκοπούς. Η επιθυμία με οδήγησε στη μουσική όσο η μουσική μου έδειχνε την επιθυμία. Αυτό είναι αντιθετικό, δεν είναι; Mε τον λογικό, ανόητο, διορατικό τρόπο που συνήθως ενθαρρύνουμε τους ανθρώπους να ακούνε μουσική; Είναι απλώς μια λίστα με εγωιστικές λιγούρες που με τράβηξαν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, και τελικά με παρέδωσαν στη μουσική που με νοιάζει περισσότερο στον κόσμο.
Είναι ντροπιαστικό να σε απορροφούν οι τάσεις και οι μόδες; Θα υπολογίσω ότι “ρουφήχτηκα” από τις τάσεις για τουλάχιστον 1/4 των αγαπημένων μου τραγουδιών στη ζωή. Και να είμαι ειλικρινής, ακόμα θέλω να με απορροφούν. Και πιο βαθιά, και πιο συχνά. Είναι άκομψο ή ανάρμοστο να αποφασίσεις ένα μήνα ότι, ας πούμε, "θέλεις πραγματικά να μπεις στο chillwave"; Υπάρχει επίσης και ένα άλλο 1/4 της αγαπημένης μου μουσικής, που συνέλεξα κατά τη διάρκεια των σύντομων φάσεων στις οποίες ήθελα απεγνωσμένα να βρω τη θέση μου σε κάτι που δεν καταλάβαινα πριν. Υπάρχει και άλλος ένας μακρύς κατάλογος που αντιστοιχεί με τα παραπάνω. Η λίστα όπου εξακολουθώ να ακούω Kid n’ Play μερικές φορές, ή ακόμα και Bach αλλά και Μαρινέλλα. Η λίστα όπου παύω να είμαι το είδος του μίρλα που βρίσκει τους Cramps τρομακτικούς. Η λίστα όπου έχω όλα αυτά τα ανεξίτηλα τραγούδια-αναμνήσεις τα οποία δε θα αντάλλασσα με τίποτα για κάποιον λογικό κόσμο στον οποίο δεν θα είχα παράλογες ανάγκες ή δε θα προσπαθούσα υπερβολικά πολύ για να τις καλύψω.
Ίσως έχω λιγότερες από αυτές τις ανάγκες τώρα. Ίσως απλώς καταπιάνομαι με περισσότερα και διαφορετικών ειδών πράγματα εκτός της μουσικής για να τις ικανοποιήσω. Άλλωστε υπάρχουν τόσες άλλες ακλόνητες επιλογές στον κόσμο και η αλήθεια είναι ότι έχω κάνει υπερμαραθώνιο ταινιών το τελευταίο διάστημα.
Θεωρώ τον εαυτό μου χαρούμενο – και μάλλον υγιή - που δεν έχω πια αυτόν τον ακατέργαστο ενθουσιασμό του μικρού 14χρονου βρικόλακα. Κακά τα ψέματα, αυτή η ενέργεια βασίζεται σε ανάγκες και αβεβαιότητες που δεν μπορείς να κουβαλάς για πολύ καιρό. Παρόλα αυτά, τελευταία, όποτε βρίσκομαι σε κάποιο μαγαζί, καταλήγω να σκέφτομαι πράγματα όπως "Το hip-hop τώρα δηλαδή επέστρεψε; Αυτό θα γίνεται τώρα; Πρέπει να ανησυχήσω γι' αυτό;". Και κάπως έτσι έχω αρχίσει πάλι να αναζητώ αυτό το κομμάτι του εγκεφάλου μου που εντυπωσιάζεται πιο εύκολα. Εκείνο το κομμάτι που με κάνει να θέλω να βυθιστώ σε αυτή την ιδέα, να αρχίσω να φοράω τα ρούχα που τη συνοδεύουν, να αρχίσω να συμπεριφέρομαι με τον τρόπο που μου προτείνει. Έστω και για ένα μήνα. Αρκετά για να μπω σε αυτό, να γευτώ κάθε κομμάτι του και εν τέλει ΝΑ ΤΑ ΠΑΘΩ ΠΑΛΙ ΟΛΑ!
Kommentare