top of page
Search

For my prayer has always been love, what did I do to deserve this now?

Updated: Aug 8



Θα ξεκινήσω λέγοντας ότι είμαι άνθρωπος της επιβεβλημένης ρουτίνας. Όταν λοιπόν το φετινό μου καλοκαίρι γύρισε όλο ανάποδα, ο πανικός και η απόγνωση ταίριαξε απόλυτα σε αυτήν. Θα έπεφτα πάνω τους κάποια στιγμή μεταξύ της επιστροφής στο σπίτι από τη δουλειά και τον βραδινό μου ύπνο. Η πιο ζωντανή εικόνα που έχω στο μυαλό μου, είναι η διαδρομή από τη δουλειά στο πατρικό μου, μια κατά γενική ομολογία ευχάριστη διαδρομή σε ήσυχους δρόμους με αρκετό πράσινο. Στις 17:10 μπορούσα να κοιτάζω έξω από το παράθυρο και να απολαμβάνω την εικόνα. Στις 18:00, φανταζόμουν το ίδιο σκηνικό αλλά με κατάμαυρα σύννεφα σε σχήμα μανιταριών στον ουρανό, αντί για τον δρόμο υπήρχε ένα μεγάλο και αχανές νεκροταφείο, οι ταφόπλακες έφεραν τα ονόματα της οικογένειας μου και των φίλων μου και εγώ αντί να οδηγώ ήμουν σωριασμένη στο χώμα και παραδομένη πλέον στην όλη οδύνη. Ακούγεται γελοίο – ΕΙΝΑΙ γελοίο – αλλά ένας διακόπτης γύριζε στο κεφάλι μου και με κυρίευε η πιο ακραία παράνοια. Δεν ήταν πάντα αυτή ακριβώς η εικόνα, αλλά ταίριαζε στη ρουτίνα μου: κάθε απόγευμα, για ένα μήνα, υπήρχαν 4-5 ώρες συντριπτικής απελπισίας, μέχρι να ηρεμήσω καταφέρνοντας να συγκεντρωθώ σε ένα βιβλίο. Βαρετά, απεχθή συμπτώματα που ήταν απολύτως γνωστά και κάνουν την καθημερινή δράση τόσο – μα, τόσο – δύσκολη. Η ανουσιότητα του κόσμου, η αίσθηση του περιορισμού των δυνατοτήτων μου, η βαρύτητα της απόγνωσης... Όλα αυτά βέβαια δεν τα γράφω για να περιγράψω πως είναι να ζεις με αυτό το τέρας στην πλάτη σου. Εξάλλου είναι κουραστικό να μιλάω για αυτό συν του ότι είμαι από τους πολύ τυχερούς ανθρώπους που δε ζει 365 μέρες το χρόνο μαζί του. Διαβεβαιώθηκα πολλές φορές ότι όλο αυτό είναι τόσο παράλογο – το να δείχνεις οποιοδήποτε αρνητικό συναίσθημα γενικά, αλλά άλλη κουβέντα - που ντρεπόμουν – και ακόμα ντρέπομαι.

Κάθε άνθρωπος, μία τέτοια φάση τη βιώνει διαφορετικά. Εκείνες τις ημέρες, ψάχνοντας παρηγοριά σε blogs, βρήκα μερικά πολύ σωστά και συγκινητικά λόγια. Με κάποια από αυτά ταυτίστηκα. Μία κοπέλα έγραφε ότι αισθάνεται ότι το να ακούει μουσική στην οποία στρέφεται μόνο στις χειρότερες στιγμές της, με οποιαδήποτε άλλη διάθεση θα είναι ασέβεια προς τα κομμάτια αυτά. Μου φάνηκε πολύ σωστό. Αρχικά, τώρα που κάπως είμαι σε μια πιο γαλήνια ψυχική κατάσταση, σκέφτηκα ότι θα μου είναι πολύ δύσκολο να επιστρέψω σε αυτά τα άλμπουμ κυρίως γιατί τα είχα “βαμπιρίσει”. Τα είχα μετατρέψει σε κελύφη που είχαν όμως μηδαμινή σημασία στον πιο υγιή εαυτό μου. Η αλήθεια βέβαια είναι λιγότερο ότι τα ξεπερνάω και περισσότερο ότι τα φοβάμαι. Βάζω τόσο πολύ τον εαυτό μου σε αυτά, σε μια τόσο έντονη στιγμή μου, που τους δίνω μια μακροχρόνια κακοήθεια και δύναμη.


Η μουσική, δε μπορεί να προκαλέσει κατάθλιψη. Αυτό δεν σημαίνει ότι δε μπορεί να επέμβει στη ζωή μας. Ακόμα και όταν δεν το θέλουμε. Τι μουσική όμως;

 

Αρχικά, ας δούμε τις “τεμπέλικες” συνδέσεις. Υπάρχει ένα είδος μουσικής που είναι θεατρικά μίζερο. Μια παράσταση θλίψης που μπορεί να έχει όλα τα είδη των επιπτώσεων και είναι αυστηρά περιορισμένο στην ενσυναίσθηση με τη θλίψη (βλ. Morrissey). Λατρεύω τη θεατρικότητα στη μουσική, αλλά σχεδόν ποτέ δεν άκουγα κάτι τέτοιο όταν ήμουν πραγματικά τεθλιμμένη. Επειδή μια τέτοια pop είναι πλαστή, αναρωτιέμαι αν θα μπορούσε να δει ποτέ κανείς μέσα από την ανουσιότητά της. Και απαντώ μόνη μου. Όχι. Γιατί υπάρχει σε μια κατάσταση οικείας απόστασης. Κατοικεί σε ένα συναίσθημα και απομακρύνεται από αυτό ταυτόχρονα. Αυτό το είδος ενσυναίσθησης, προσωπικά, είναι αδύνατο να το βιώσω όταν βρίσκομαι στο εγωιστικό κουκούλι της θλίψης.


Τα τραγούδια που αποτυπώνουν τις ιδιαιτερότητες της θλίψης είναι ένα διαφορετικό θέμα. Τις περισσότερες φορές κολλάω σε αυτά. Πχ, όταν ανακάλυψα στην εφηβεία μου το 'From Despair to Where' των Manic Street Preachers, δεν μου άρεσε η απόλαυσή που έπαιρνα από αυτό – σε όλη μου την εφηβεία βέβαια ένιωθα πολύ εκλεπτυσμένη για το άκαμπτο συναίσθημά του: "I've poisoned every room in the house/ I look at others as if they're drunk". Παρ' όλα αυτά, κακά τα ψέματα, δεν μπορώ να αρνηθώ ότι “πιάνει” τέλεια την ομίχλη στην οποία ανά καιρούς υπάρχω. Και μιλάω για την ομίχλη όπου οι αλληλεπιδράσεις μου με τους ανθρώπους φαίνονται ψεύτικες και επιβραδυμένες από κάποια μυστηριώδη χρονική καθυστέρηση. Το τραγούδι έγινε ένα από αυτά που σε κάποια στιγμή της ζωής μου έκαψα και άφησα οριστικά στην άκρη.




H καταιγιστική θλίψη μπορεί να κάνει την ακρόαση μουσικής δύσκολη - μπορεί να κάνει οτιδήποτε δύσκολο - αλλά μπορεί να οδηγήσει και στη λαίμαργη κατανάλωση μουσικής και στο εμμονικό "στύψιμο" των άλμπουμ. Προσωπικά φέτος, βoύλωσα τα κενά που άνοιξαν, με μουσική. Kαι αυτή τη μουσική, την αφαίμαξα.


O λόγος βέβαια που ξεκίνησα να γράφω τούτο δω το postάκι, είναι γιατί αισθάνθηκα ΧΡΕΟΣ ΜΟΥ να αποτίσω φόρο τιμής στον Sufjan Stevens και το 'Carrie & Lowel' που, Ω ΘΕΟΙ, τι θα έκανα χωρίς δαύτον το μαρτυρικό αυτό καλοκαίρι! Θλίψη, πένθος (εν τέλει χωρίς λόγο) και Sufjan Stevens. Γιατί αυτά μου τα επεισόδια, είχαν soundtrack. Μαζί με τα μανιταροσύννεφα, αυτό που θα μου μείνει από το καλοκαίρι του 2024 είναι το 'Carrie & Lowel' του Sufjan Stevens.



Ο Sufjan Stevens έχει χτίσει καριέρα πάνω στα συναισθήματά του. Σε κάθε ένα από τα άλμπουμ του, από τις νεανικές αγωνίες του 'A Sun Came' (2000) μέχρι την ιδιαίτερη ηλεκτρονική ανατομία του 'The Age of Adz' (2010), ποτέ του μα, ποτέ του, δε φοβήθηκε να παραδεχτεί ότι είναι λυπημένος, φοβισμένος ή ίσως και τα δύο.


Για μένα βέβαια, αυτό που κάνει τον Stevens έναν από τους πιο ταλαντούχους τραγουδοποιούς του 21ου αιώνα, δεν είναι μόνο η συναισθηματική του οξύνοια, αλλά και η ικανότητά του να αφηγείται. Έχει μια πραγματικά αξιοσημείωτη ικανότητα να χρησιμοποιεί τη μορφή του τραγουδιού για να δημιουργήσει μια αφήγηση και να συνδυάζει ιστορίες από τη δική του ζωή με την αρχαία μυθολογία και με θρησκευτικές αναφορές.


Στο 'Carrie & Lowell' - το 7ο άλμπουμ του - η ιστορία που αφηγείται προέρχεται από δύο χρόνια έντονου πόνου και απώλειας. Η μητέρα του Stevens, Carrie (ή Κυριακούλα, ελληνίδα αφού), πέθανε το 2012 και αυτό το άλμπουμ είναι ταυτόχρονα ένας φόρος τιμής σε αυτήν αλλά και μια πολύ ειλικρινής εξερεύνηση του τι σημαίνει να είσαι κάτι λιγότερο από 40 χρονών και να βρίσκεσαι θαμμένος κάτω από 10 μέτρα θλίψη.


Η θλίψη είναι ένα περίπλοκο συναίσθημα. Είναι εύθραυστο. Και περιεκτικό. Και ήσυχο. Πλησιάζει σιγά-σιγά και καταλαμβάνει μια ζωή κομμάτι-κομμάτι μέχρι που κάθε σκέψη, συναίσθημα και πράξη επιβαρύνεται με το βάρος κάτι μεγαλύτερου και ανεπεξέργαστου. Μερικές φορές χρειάζεται μια τραγωδία για να μας υπενθυμίσει ποιοι είμαστε.


Το 'Carrie & Lowell' είναι μια έκφραση του πένθους του καλλιτέχνη, αλλά είναι επίσης μια επανευθυγράμμιση με αυτό που τον έκανε αγαπημένο και σπουδαίο εξαρχής. Ο Stevens ήταν πάντα ένας ενσυναισθητικός συνθέτης. Μιλάμε για τον καλλιτέχνη που κατάφερε να μετατρέψει χαρακτήρες με επικά ελαττώματα - όπως τον serial killer, John Wayne Gacy Jr. - σε ανθρώπινα όντα, άξια έγνοιας. Ιστορικά μιλώντας, τα άλμπουμ του επικεντρώνονται σε απελπισμένους ανθρώπους που υποφέρουν μέσα από προσωπικές μάχες και προσπαθούν να βρουν τον εαυτό τους. Άρα μιλάμε για μια πλοκή που - αν και ο Stevens την παρουσιάζει με παλ αποχρώσεις σε τραγούδια όπως το 'To Be Alone With You' και το 'A Little Lost' - δεν είναι απολύτως προσιτή. Η προσωπική ανησυχία ναι μεν είναι εκρηκτική, αλλά δεν είναι καθολική. Η θλίψη του πένθους από την άλλη, είναι καθολική. Και αυτό πραγματεύεται το συγκεκριμένο άλμπουμ. Το πένθος!


Η μητέρα του Stevens, Carrie, πέθανε από καρκίνο του στομάχου το 2012. O Stevens μεγάλωσε με τον πατέρα του αφού η Carrie εγκατέλειψε την οικογένειά τους όταν ήταν εκείνος ήταν μόλις ενός έτους. Πέρασε τη ζωή της παλεύοντας με την κατάθλιψη και τον αλκοολισμό. Σε μια συγκλονιστική και σπαραχτικά ειλικρινή συνέντευξη στο Pitchfork, ο Stevens είπε το εξής: “Her death was so devastating to me because of the vacancy within me. I was trying to gather as much as I could of her, in my mind, my memory, my recollections, but I have nothing. It felt unsolvable”.


 

Σε αυτόν τον δίσκο ακούμε τον Stevens στα πιο λιτά του. Οι αρμονικές είναι ήπιες και διακριτικές. Δεν υπάρχουν σαρωτικές κιθάρες και σίγουρα δεν υπάρχουν ντραμς. Είναι ένα από τα πιο ήσυχα άλμπουμ που έχει κάνει ποτέ ο Stevens, αλλά είναι επίσης και ένα από τα πιο δύσκολα στο άκουσμα. Το συναίσθημα είναι πιο ήρεμο αλλά και πιο ισχυρό. Το "Carrie & Lowell" είναι μουσικά αραιό, ωστόσο δεν υπάρχει ποτέ η αίσθηση ότι χρειάζεται κάτι περισσότερο για να αντιμετωπίσει το συναισθηματικό βάρος των στίχων. To θέμα είναι τόσο περιεκτικό που η μουσική που περιβάλλει τη μοναχική φιγούρα του Stevens μπορεί εύκολα να παίξει τον δεύτερο ρόλο. Οι στίχοι και τα φωνητικά είναι πιο κρίσιμα εδώ οπότε οποιαδήποτε προσπάθεια εξωραϊσμού της μουσικής θα ήταν πολύ λανθασμένη. Στην πρώτη ακρόαση, είναι ξεκάθαρα άλμπουμ του Stevens, αλλά όταν το ακούσεις προσεκτικά είναι το πιο προσωπικό, ειλικρινές άλμπουμ του μέχρι σήμερα. Άλλωστε είναι σε αυτό το άλμπουμ που μας έδωσε τον πιο γλαφυρό και αληθινό στίχο "Fuck me, I'm falling apart".


Όσο όμορφες οι στιγμές κι αν έχει αυτό το άλμπουμ, υπάρχει ένα βαθύ σκοτάδι στο "Carrie & Lowell". Ο Stevens τραγουδά για τις σκέψεις του να αυτοκτονήσει, να κόψει τα χέρια του και το φόβο του να υπάρξει τόσο μόνος στον κόσμο που δεν θα τον ένοιαζε καν αν θα επιζούσε σε αυτόν “Should I tear my eyes out now / everything I see turns to you somehow”.

"Do I care if I survive this, bury the dead where they're found / In a veil of great surprises, hold to my head till I drown / Should I tear my eyes out now, before I see too much? / Should I tear my arms out now, I wanna feel your touch."

Η σχέση του Stevens με τη μητέρα του ήταν περίπλοκη και δύσκολη και, αν και σχετιζόμενη με πολλούς, σίγουρα δεν περιγράφει μία καθολική κατάσταση. Υπάρχουν τραγούδια σε αυτό το άλμπουμ που ασχολούνται άμεσα με αυτή τη μπερδεμένη σχέση. Στο πρώτο σινγκλ 'Should Have Known Better', για παράδειγμα, ο Stevens τραγουδά, “I never trust my feelings / I waited for the remedy / When I was three / three maybe four / she left us at that video store”. Είναι μια συγκλονιστική αφήγηση της εγκατάλειψης από τη γυναίκα που υποτίθεται ότι τον αγαπούσε όσο τίποτα άλλο.



Παίρνοντας παραδείγματα από τη ζωή του αυτή τη φορά, αντί από τις ζωές μυθοποιημένων ανδρών της ιστορίας, όπως σε προηγούμενα άλμπουμ, ο Stevens μπορεί να αξιολογήσει με ειλικρίνεια αυτά που νιώθει και αυτά τα συναισθήματα είναι τόσο διαφωτιστικά με τη διαύγεια που δίνουν σε όποιον έχει χάσει δικό του άνθρωπο. Αργότερα στο 'Should Have Known Better', ο Stevens τραγουδά, “Nothing can be changed / the past is still the past / a bridge to nowhere”. Είναι αυτές οι μεταβάσεις, από το συγκεκριμένο στο γενικό, που κάνουν αυτό το άλμπουμ τόσο εύκολα κατανοητό.


"My black shroud / Frightened by my feelings / I only wanna be a relief."

Το ‘Drawn to the Blood’ είναι ένα από τα πολύ αγαπημένα μου του δίσκου. Είναι σχετικά αραιό για τα 2/3 του. Ένα απλό riff κιθάρας με φωνητικά που αγωνίζονται να συμφιλιώσουν τον πόνο μιας ζωής που αγαπήθηκε με την πίστη ("What did I do to deserve this?"). Το τελευταίο 1/3 επεκτείνεται καθώς η κιθάρα και τα φωνητικά εγκαταλείπουν με μια πληγωμένη παραίτηση, η οποία αντικαθίσταται από μία πλημμύρα ambient ήχων, σα να εκθέτει το κενό που έμεινε στον απόηχο της απώλειας.


"For my prayer has always been love / What did I do to deserve this now? / How did this happen?"

Στο ‘John My Beloved’ υπάρχουν κρουστά και ένα ελάχιστα διαμορφωμένο μοτίβο πιάνου που έρχονται να επισκιάσουν τα φωνητικά καθώς ο Stevens χορεύει ένα αργό βαλς ανάμεσα σε πανέμορφους στίχους. “I love you more than the world can contain in its lonely and ramshackle head”. Καθώς πλησιάζει στο τέλος, ενώ η μουσική δείχνει να πλησιάζει μία κορύφωση, εκείνη δε φτάνει ποτέ. Αντίθετα, ο Stevens πετάει μια απαλή ανάσα, σα να τον είχε κυριεύσει ο αγώνας του να παραδώσει τέτοιους στίχους που ίσως συνειδητοποίησε ότι πιο εύκολα έγραψε παρά τραγούδησε.


"I am a man with a heart that offends / With its lonely and greedy demands / There's only a shadow of me in a matter of speaking I'm dead."

 

Σε όλο το άλμπουμ φαίνεται να εκφράζει την άποψη ότι μια πληγή πρέπει να ανοίξει πλήρως για να μπορέσει να επουλωθεί και το 'Fourth of July' τρυπώνει σε αυτό πιο βαθιά από οποιοδήποτε άλλο τραγούδι. Τα φωνητικά του είναι μπροστά και στο κέντρο, σα να σου ψιθυρίζει κατευθείαν στο αυτί και η μουσική σχεδόν έχει σβήσει. Με κάθε στίχο που περνάει πλησιάζουμε πιο κοντά στην Carrie μέχρι που οι στίχοι γίνονται ένα είδος χορού μεταξύ μητέρας και γιου, ένα μείγμα λέξεων και σκέψεων που μεταφέρουν μια συζήτηση.


"The evil it spread like a fever ahead / It was night when you died, my firefly / What could I have said to raise you from the dead? / Oh could I be the sky on the Fourth of July?"

Οι στίχοι του Stevens έχουν αλληγορικό χαρακτήρα, αλλά φτάνουν στο αποκορύφωμά τους όταν τραγουδά “Make the most of your life, while it is rife, while it is light”. Δεν είμαι σίγουρη αν τα λόγια αυτά έρχονται από τον Stevens σήμερα ή αν τα είχε πει κάποτε η Carrie. Είναι ασήμαντο. H συμβουλή ξεπερνά κάθε λογική και χτυπά ακριβώς ανάμεσα στα μάτια με μια αναγκαιότητα που κατά κάποιο τρόπο χαρακτηρίζει ολόκληρο το δίσκο. Και όμως η πραγματική δύναμη του "Carrie & Lowell" βρίσκεται στην προθυμία του να συγχωρήσει και να επανορθώσει. Το ‘Death With Dignity’ ανοίγει το άλμπουμ και αποκαλύπτει ένα είδος κατάθεσης μάρτυρα για αυτό που ακολουθεί: “I forgive you mother, I can hear you and I long to be near you”. Σηματοδοτεί ότι αυτή δεν είναι μουσική που έχει τις ρίζες της στον θυμό.


"Spirit of my silence, I can hear you / But I'm afraid to be near you / And I don't know where to begin."

Το "Carrie & Lowell" είναι ένα ντοκουμέντο πόνου, ένα χρονικό των βάσανων που προκύπτουν από αυτή την αναλλοίωτη μετάβαση στο θάνατο και στις συνθήκες που επικρατούν μετά από μία τέτοια απώλεια που δεν καλύπτεται εύκολα. Νομίζω ότι όλοι οι άνθρωποι έχουμε την ανάγκη να αισθανόμαστε τον πόνο μας να αντανακλάται πίσω ως μια υπενθύμιση ότι δεν είμαστε μόνοι. Η ικανότητα της τέχνης να θεραπεύει και να προσφέρει κάθαρση στους πιο σκοτεινούς καιρούς είναι μαγευτική. Ίσως τελικά η μουσική να είναι εδώ μόνο για να μας προσφέρει μικρές, απλές ευκαιρίες να μην είμαστε μόνοι. Αυτό ακριβώς κάνει το συγκεκριμένο δίσκο ένα πολύτιμο εργαλείο. Είναι μια συσκευή απαραίτητη για κάθαρση και ίαση, όχι μόνο για τον Stevens αλλά ενδεχομένως και για τον ακροατή και μας υπενθυμίζει ότι τα συναισθηματικά άλμπουμ είναι στα καλύτερά τους όταν είναι απαλά, διαπεραστικά, διάχυτα και αναπόφευκτα. Ακριβώς όπως και το πένθος που όλοι έχουμε βιώσει.






What's left is only bittersweet

For the rest of my life

Admitting the best is behind me

Now I'm drunk and afraid

Wishing the world would go away

What's the point of singing songs

If they'll never even hear you?


Eugene - Sufjan Stevens

44 views0 comments

Recent Posts

See All

Comments


bottom of page